- συνδιαιτώμαι
- (α) жить вместе, сожительствовать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συνδιαιτώμαι — συνδιαιτῶμαι, άομαι ΝΜΑ, και ενεργ. συνδιαιτῶ, άω Α [διαιτῶ, ῶμαι] ζω μαζί με κάποιον, συζώ (α. «τρεις ημέρας... συνδιῃτάτο και συνηγελάζετο μαζί τους», Παπαδ. β. «ἐν μιᾷ εὐμειξίᾳ καὶ κοινῇ βιώσει συνδιαιτᾱσθαί σοι», πάπ.) αρχ. 1. συγκατοικώ 2.… … Dictionary of Greek
συνδιαιτῶμαι — συνδιαιτάομαι live with pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) συνδιαιτάομαι live with pres ind mp 1st sg συνδιαιτάομαι live with pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) συνδιαιτάομαι live with pres subj mp 1st sg (attic epic ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγελάζομαι — ΝΜΑ, και ενεργ συναγελάζω Α ζω σε αγέλη, αποτελώ μέλος αγέλης («τῶν ἰχθύων οἱ μὲν συναγελάζονται μετ ἀλλήλων καὶ φίλοι εἰσίν», Αριστοτ.) νεοελλ. (με υποτιμητ. σημ.) συγχρωτίζομαι με ανθρώπους κατώτερου επιπέδου αρχ. 1. (για πρόσ.) συναναστρέφομαι … Dictionary of Greek
συνδίαιτα — ἡ, Α [συνδιαιτῶμαι] το να τρώει κανείς στο ίδιο τραπέζι με άλλον, συσσιτία* … Dictionary of Greek
συνδίαιτος — ὁ, ΜΑ [συνδιαιτῶμαι] σύνοικος, συνδιαιτητής («θεῶν τελῶν συνδίαιτος», Τζέτζ.) … Dictionary of Greek
συνδιαίτημα — ατος, τὸ, Α [συνδιαιτῶμαι] συνδιαίτηση … Dictionary of Greek
συνδιαίτηση — η / συνδιαίτησις, ήσεως, ΝΜΑ [συνδιαιτῶμαι] 1. συμβίωση, συγκατοίκηση 2. συναναστροφή αρχ. φρ. «συνδιαίτησις πρός τινα» η συνήθης συμπεριφορά απέναντι σε κάποιον (Αρρ.) … Dictionary of Greek
συνδιαιτώ — άω, Α βλ. συνδιαιτώμαι … Dictionary of Greek